Της Μαρίνας Μπαμπαλιάρη
Μια αξιοπρόσεκτη άνοδος υπερσυντηρητικών και ακροδεξιών κομμάτων παρατηρείται την τελευταία περίοδο, κυρίως λόγω των σκληρών και αντιλαϊκών πολιτικών που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση τις οποίες υποστηρίζουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, καθώς αποτελούν δεσμεύσεις που πρέπει να υλοποιήσουν.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ξεκάθαρα πλέον, σοβαρά προβλήματα και ζητήματα για τα οποία όπως αποδεικνύεται δεν είναι προετοιμασμένη. Οι τοποθετήσεις των κομμάτων που προβληματίζονται πάνω σε αυτές τις λανθασμένες πολιτικές της Ε.Ε επιβεβαιώνονται απο τον Ευρωσκεπτικισμό που είναι διάχυτος πλέον και στους πολίτες, καθώς οι βουλευτές που μεταφέρουν αυτή την τάση των πολιτών, προβληματίζονται  ανοιχτά για την αποτελεσματικότητά της και καταλήγουν στην αμφισβήτηση της ” χρησιμότητας ” της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ανάγκη συρρίκνωσης των αρμοδιοτήτων της, καθώς θεωρούν πως μπορεί ίσως να είναι πιο αποτελεσματική η αντιμετώπιση των θεμάτων και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σήμερα οι περισσότερες Ευρωπαϊκές κοινωνίες, αν περιοριστούν σημαντικά οι αρμοδιότητές της και ενισχυθούν οι εθνικές πολιτικές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι κυβερνήσεις των περισσοτέρων χωρών μελών, οι οποίες έχουν ενισχυθεί προεκλογικά απο τους Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, ανησυχούν γι’ αυτή την αυξανόμενη επιρροή των Ακροδεξιών και Υπερσυντηρητικών κομμάτων στο εκλογικό σώμα τους, καθώς είναι φανερό πως θα χάσουν σημαντική εκλογική δύναμη.
Το ” βαθύ κράτος των Βρυξελλών “ και οι εκπρόσωποι του που κινούν αυτούς τους μηχανισμούς, ανησυχούν για την αναμενόμενη αύξηση της δύναμης των κομμάτων αυτών στις ερχόμενες Ευρωεκλογές, αλλά και για την αλλαγή των συσχετισμών στο Ευρωκοινοβούλιο, που μοιραία θα προκύψει εφόσον επαληθευτούν οι προβλέψεις για το εκλογικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις οποίες τα κόμματα αυτά θα ενισχυθούν σημαντικά σε βαθμό τέτοιο που δεν θα μπορούν να ελέγχονται πλέον απο τους μηχανισμούς αυτούς.
Αυτή η πιθανή εξέλιξη για τους εν Βρυξέλλες και λοιπούς Ευρωπαϊστές μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την συνέχεια της Ευρωπαϊκής διαδικασίας και προοπτικής, όχι όπως αυτή δημιουργήθηκε με το όραμα ηγετών σαν τον Ζακ Ντελόρ, αλλά αυτής που εξελίχθηκε στην πορεία από άλλους Ευρωπαίους πολιτικούς που στερούνταν οράματος και ικανοτήτων, και έτσι κατ’ αυτούς  πρέπει παντί τρόπω να αποφευχθεί.
Αυτό όμως ξεκάθαρα δεν αποτελεί λύση του προβλήματος και αυτό γιατί δεν προσανατολίζονται στην αναζήτηση των αιτιών που οδηγούν τους πολίτες στην επιλογή αυτών των κομμάτων, καθώς οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολιτικοί και όχι ηγέτες με την σωστή σημασία του όρου, διακατέχονται απο έπαρση, εγωισμό και έλλειψη λαϊκής και εθνικής ευαισθησίας. Και εδώ πρέπει να ξεκαθαριστεί μια για πάντα γιατί και αυτό βάλλεται βάναυσα, πως ότι είναι Εθνικό δεν είναι και Ακροδεξιό. Εθνική πολιτική μπορεί να ασκεί και ένας αριστερός ηγέτης, ένας δεξιός, ένας κεντρώος, ένας φιλελεύθερος ή ένας σοσιαλιστής. Ενας σωστός ηγέτης πρέπει πρώτα, μόνο, και πάνω απ’ όλα να σκέφτεται Εθνικά, γιατί εκπροσωπεί έναν λαό που τον πιστεύει και τον εκλέγει για να φροντίσει και να διασφαλίσει τη ζωή του, την ευημερία του, την ασφάλειά του και την τύχη του. Οτιδήποτε άλλο έρχεται μετά.
Θα πρέπει λοιπόν να γίνεται σωστά ο διαχωρισμός μεταξύ Ακροδεξιού και Εθνικού, και να μην προκαλείται σκοπίμως σύγχυση στους πολίτες και κατ’ επέκταση στους πολιτικούς που θέλουν να εκφράσουν αυτή την Εθνική αντιμετώπιση σοβαρών ζητημάτων, καθώς επωφελούνται αυτής, πολιτικοί και μηχανισμοί που έχουν οδηγήσει την Ευρώπη και τις χώρες που βρίσκονται σε αυτή, σε ένα τέλμα και σε μια καταστροφική πορεία. Παράλληλα και οι πολίτες που εμφορούνται από Εθνικά Φρονήματα αγαπούν την πατρίδα τους και αγωνίζονται γι’ αυτή, να μην επιτρέπουν το πολιτικό ” μπούλιγκ “ με ετικέτες και ταμπελάκια . Να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους και να μάχονται γι’ αυτές, όπως μάχονται οι άλλοι για τα δικά τους ειδικά συμφέροντα .
Η δύναμη της ψήφου είναι ο βασικός μοχλός που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αρχίσουν να μπαίνουν τα πράγματα στη σωστή τους βάση, ανοίγοντας το δρόμο ώστε τόσο οι Ευρωπαϊκές πολιτικές όσο και οι Εθνικές πολιτικές που τις στηρίζουν, να είναι προς το συμφέρον του συνόλου των πολιτών και όχι ολίγων επιτηδείων που βγαίνουν πάντα κερδισμένοι σε προσωπικό επίπεδο.